ψυχολογώ

ψυχολογώ
(ε) 1. αμετ. заниматься психологией;
2. μετ. проводить психологические наблюдения (над кем-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ψυχολογώ" в других словарях:

  • ψυχολογώ — ψυχολογώ, ψυχολόγησα, ψυχολογημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ψυχολογώ : η μτχ. ψυχολογημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που γίνεται μετά από (ή φανερώνει) ορθή ψυχολογική εκτίμηση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψυχολογώ — ψυχολογῶ, έω, ΝΜ νεοελλ. 1. (αμτβ.) ασχολούμαι με την ψυχολογία, είμαι ψυχολόγος 2. (μτβ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις ψυχικές διαθέσεις κάποιου 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχολογημένος, η, ο αυτός που γίνεται ύστερα από σωστή μελέτη τών ψυχικών… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογώ — και ψυχολογάω ψυχολόγησα, ψυχολογήθηκα, ψυχολογημένος 1. είμαι ψυχολόγος, ασχολούμαι με την ψυχολογία. 2. προσπαθώ να καταλάβω τις ψυχικές διαθέσεις των άλλων: Τον ψυχολόγησα σωστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αψυχολόγητος — η, ο 1. αυτός που γίνεται παρά τους νόμους της ψυχολογίας 2. αυτός που γίνεται από άγνοια της ψυχολογίας 3. (για πράξεις) απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψυχολογώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»